λιμενοποιία

λιμενοποιία
λιμενοποιΐα, ἡ (Μ)
η κατασκευή λιμανιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιμενοποιικός — λιμενοποιϊκός, ή, όν (Α) [λιμενοποιία] αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στη λιμενοποιία …   Dictionary of Greek

  • λιμένας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 35 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου. Μέχρι το 1981 ονομαζόταν Πασά Λιμάνι. * * * και λιμήν, ο (AM λιμήν, ένος) 1. φυσική ή τεχνητή …   Dictionary of Greek

  • λιμενουργία — λιμενουργία, ἡ (Μ) η λιμενοποιία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, ένος + ουργία (< ουργός < ἔργον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”